πράσων

πράσων
πρά̱σων , πιπράσκω
export for sale
fut part act masc nom sg (epic doric aeolic)
πράσον
leek
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τολύπη — η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν 1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”